- περίσπλαγχνος
- -ον, Αμεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος («περίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά-σπλαγχνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίσπλαγχνος — great hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)